κισσυβίου

κισσυβίου
κισσύβιον
rustic drinking-cup
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”